- επίρριμμα
- ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω]1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει2. κατάπλασμα3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίρριμμα — winding sheet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρίμματος — ἐπίρριμμα winding sheet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)